- αδιόρατος
- -η, -οαυτός που δύσκολα φαίνεται: Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αδιόρατη θλίψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀδιόρατος — not to be seen through masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιόρατος — η, ο (Α ἀδιόρατος, ον) [διορῶ] αυτός που δεν διακρίνεται, αφανής, αθέατος νεοελλ. αυτός που διακρίνεται με δυσκολία, δυσδιάκριτος, αμυδρός … Dictionary of Greek
ἀδιόρατα — ἀδιόρατος not to be seen through neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάγνωστος — η, ο (Α ἀδιάγνωστος, ον) [διαγιγνώσκω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα 2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek